μαζικός
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | μαζικός | η | μαζική | το | μαζικό |
| γενική | του | μαζικού | της | μαζικής | του | μαζικού |
| αιτιατική | τον | μαζικό | τη | μαζική | το | μαζικό |
| κλητική | μαζικέ | μαζική | μαζικό | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | μαζικοί | οι | μαζικές | τα | μαζικά |
| γενική | των | μαζικών | των | μαζικών | των | μαζικών |
| αιτιατική | τους | μαζικούς | τις | μαζικές | τα | μαζικά |
| κλητική | μαζικοί | μαζικές | μαζικά | |||
| Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- μαζικός < μάζ(α) + -ικός, μεταφραστικό δάνειο από τη γαλλική en masse
Προφορά
- ΔΦΑ : /ma.ziˈkos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : μα‐ζι‐κός
- ⓘ
Επίθετο
μαζικός, -ή, -ό
- που είναι ή γίνεται σε τεράστια ποσότητα
- που αναφέρεται ή που περιλαμβάνει μεγάλο αριθμό ατόμων
- (φυσική) που σχετίζεται με την μάζα
Συγγενικά
- μαζικά (επίρρημα)
Πολυλεκτικός όρος
Πηγές
- μαζικός - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.