μαζικός

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο μαζικός η μαζική το μαζικό
      γενική του μαζικού της μαζικής του μαζικού
    αιτιατική τον μαζικό τη μαζική το μαζικό
     κλητική μαζικέ μαζική μαζικό
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι μαζικοί οι μαζικές τα μαζικά
      γενική των μαζικών των μαζικών των μαζικών
    αιτιατική τους μαζικούς τις μαζικές τα μαζικά
     κλητική μαζικοί μαζικές μαζικά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

μαζικός < μάζ(α) + -ικός, μεταφραστικό δάνειο από τη γαλλική en masse

Προφορά

ΔΦΑ : /ma.ziˈkos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: μαζικός
 

Επίθετο

μαζικός, -ή, -ό

  1. που είναι ή γίνεται σε τεράστια ποσότητα
  2. που αναφέρεται ή που περιλαμβάνει μεγάλο αριθμό ατόμων
  3. (φυσική) που σχετίζεται με την μάζα

Συγγενικά

Πολυλεκτικός όρος

Μεταφράσεις

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.