καδρόνι

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το καδρόνι τα καδρόνια
      γενική του καδρονιού των καδρονιών
    αιτιατική το καδρόνι τα καδρόνια
     κλητική καδρόνι καδρόνια
Οι καταλήξεις -ιού, -ια, -ιών προφέρονται με συνίζηση.
Κατηγορία όπως «τραγούδι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

καδρόνι < (άμεσο δάνειο) ιταλική quadrone

Ουσιαστικό

καδρόνι ουδέτερο

  1. ξύλο με τετραγωνική τομή που χρησιμοποιείται σαν στύλος σε σκαλωσιές
  2. δοκαράκι επιπλοποιίας (πχ για πόδια, τραβέρσες κτλ.)

Παράγωγα

  • καδρονάκι

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.