ματέρι

Μεσαιωνικά ελληνικά (gkm)

Ετυμολογία

ματέρι / ματέριον < (άμεσο δάνειο) λατινική materia (ύλη) - Συγκρίνετε με τον τύπο μαδέρι

Ουσιαστικό

ματέρι ουδέτερο

Συγγενικά

  • ματέρια (η υπόθεση, το θέμα)

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.