materia
Ιταλικά (it)
Προφορά
- ΔΦΑ : /maˈtɛ.rja/
Πηγές
- materia - Vocabolario Treccani online, Istituto della Enciclopedia Italiana (Istituto Treccani).
Λατινικά (la)
Ετυμολογία
- materia < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό
materia (la) θηλυκό
- η ύλη
- ξυλεία
- ΑΠΟΓΟΝΟΙ: ↷ μεσαιωνικά ελληνικά: ματέρι, μαδέρι ⇒ νέα ελληνικά: μαδέρι
Κλίση
| αριθμός | ενικός | πληθυντικός |
|---|---|---|
| ονομαστική | materia | materiae |
| γενική | materiae | materiārum |
| δοτική | materiae | materiīs |
| αιτιατική | materiam | materiās |
| κλητική | materia | materiae |
| αφαιρετική | materiā | materiīs |
Πηγές
- materia - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.