materia

Ιταλικά (it)

Ετυμολογία

materia < λατινική materia

Προφορά

ΔΦΑ : /maˈtɛ.rja/

Ουσιαστικό

materia (it) θηλυκό (πολωνικά: {{l|materie|it]}

Πηγές



Λατινικά (la)

Ετυμολογία

materia < λείπει η ετυμολογία

Ουσιαστικό

materia (la) θηλυκό

  1. η ύλη
  2. ξυλεία
    ΑΠΟΓΟΝΟΙ: μεσαιωνικά ελληνικά: ματέρι, μαδέρι νέα ελληνικά: μαδέρι

Κλίση

αριθμός ενικός πληθυντικός
ονομαστική materia materiae
γενική materiae materiārum
δοτική materiae materiīs
αιτιατική materiam materiās
κλητική materia materiae
αφαιρετική materiā materiīs
(α' κλίση)

Πηγές



Πολωνικά (pl)

Προφορά

 

Ουσιαστικό

materia (pl) θηλυκό

Συγγενικά

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.