μαγγανευτής
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ο | μαγγανευτής | οι | μαγγανευτές |
| γενική | του | μαγγανευτή | των | μαγγανευτών |
| αιτιατική | τον | μαγγανευτή | τους | μαγγανευτές |
| κλητική | μαγγανευτή | μαγγανευτές | ||
| Κατηγορία όπως «ποιητής» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- μαγγανευτής < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή μαγγανευτής < αρχαία ελληνική μαγγανεύω
Προφορά
- ΔΦΑ : /maŋ.ɡa.neˈftis/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : μαγ‐γα‐νευ‐τής
Ουσιαστικό
μαγγανευτής αρσενικό (θηλυκό μαγγανεύτρια)
- που ασχολείται με μαγγανείες και μάγια και υπόσχεται ότι με αυτά τα μέσα θα καταφέρει ένα επιθυμητό αποτέλεσμα
Πηγές
- Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας. (Αʹ έκδοση: 1998)
Αρχαία ελληνικά (grc)
| ελληνιστική κοινή (αρχαία κλίση) δε μαρτυρείται δυϊκός αριθμός | ||||||||
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||||||
|---|---|---|---|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ὁ | μαγγανευτής | οἱ | μαγγανευταί | ||||
| γενική | τοῦ | μαγγανευτοῦ | τῶν | μαγγανευτῶν | ||||
| δοτική | τῷ | μαγγανευτῇ | τοῖς | μαγγανευταῖς | ||||
| αιτιατική | τὸν | μαγγανευτήν | τοὺς | μαγγανευτᾱ́ς | ||||
| κλητική ὦ! | μαγγανευτᾰ́ | μαγγανευταί | ||||||
| δυϊκός | ||||||||
| ονομ-αιτ-κλ | τὼ | μαγγανευτᾱ́ | ||||||
| γεν-δοτ | τοῖν | μαγγανευταῖν | ||||||
| 1η κλίση, Κατηγορία 'ποιητής' όπως «ποιητής» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||||||
Ετυμολογία
- μαγγανευτής (ελληνιστική κοινή) < αρχαία ελληνική μαγγανεύ(ω) + -τής
Συγγενικά
- → δείτε τη λέξη μάγγανον
Πηγές
- μαγγανευτής - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.