μαγγανεύω

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

μαγγανεύω < αρχαία ελληνική μαγγανεύω

Ρήμα

μαγγανεύω

  1. κάνω μαγγανείες, κάνω μάγια, λέω ξόρκια, υπόσχομαι απατηλά ότι θα πετύχω τις επιθυμίες κάποιου με φίλτρα και ματζούνια

Μεταφράσεις



Αρχαία ελληνικά (grc)

Ετυμολογία

μαγγανεύω < μάγγανον

Ρήμα

μαγγανεύω

  1. μαγεύω χρησιμοποιώντας τη γοητεία ή μαγικά φίλτρα
  2. (μεταφορικά) νοθεύω
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.