μαγγανευτικός
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | μαγγανευτικός | η | μαγγανευτική | το | μαγγανευτικό |
| γενική | του | μαγγανευτικού | της | μαγγανευτικής | του | μαγγανευτικού |
| αιτιατική | τον | μαγγανευτικό | τη | μαγγανευτική | το | μαγγανευτικό |
| κλητική | μαγγανευτικέ | μαγγανευτική | μαγγανευτικό | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | μαγγανευτικοί | οι | μαγγανευτικές | τα | μαγγανευτικά |
| γενική | των | μαγγανευτικών | των | μαγγανευτικών | των | μαγγανευτικών |
| αιτιατική | τους | μαγγανευτικούς | τις | μαγγανευτικές | τα | μαγγανευτικά |
| κλητική | μαγγανευτικοί | μαγγανευτικές | μαγγανευτικά | |||
| Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
.
Ετυμολογία
- μαγγανευτικός < ελληνιστική μαγγανευτικός < μαγγανευτής
Επίθετο
μαγγανευτικός, -ή, -ό
- που σχετίζεται με την άσκηση της μαγγανείας, σχετικός με μάγια και ξόρκια
- ※ Μέσα στον αχυρώνα, όταν την είδεν αγριεμένη και τρελλή από τον φόβο, μία σκέψις σαν αστραπή επέρασε από το πνεύμα του, πως η Κρουστάλλω ήταν χωρίς άλλο θεόσταλτο θύμα της μαγγανευτικής του πονηρίας (Ανδρέας Καρκαβίτσας, Ο ζητιάνος, 1897, Κεφάλαιο Γ' - Τα βότανα)
Μεταφράσεις
μαγγανευτικός
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.