μᾶζα

Αρχαία ελληνικά (grc)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
μᾱζᾱ- > μᾶζᾰ
ονομαστική μᾶζ αἱ μᾶζαι
      γενική τῆς μάζης τῶν μαζῶν
      δοτική τῇ μάζ ταῖς μάζαις
    αιτιατική τὴν μᾶζᾰν τὰς μάζᾱς
     κλητική ! μᾶζ μᾶζαι
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  μάζ
γεν-δοτ τοῖν  μάζαιν
1η κλίση, ομάδα 'γλῶσσα', Κατηγορία 'γλῶσσα' όπως «γλῶσσα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

μᾶζα, ήδη τον 8ο αιώνα στον Ησίοδο < *μάγ-jα, θέμα μαγ- του μάσσω (μαλάσσω, πιέζω)[1]
ΑΠΟΓΟΝΟΙ: λατινικά: massa  δείτε εκεί τους απογόνους της 

Ουσιαστικό

μᾶζα, -ης θηλυκό

  1. (τρόφιμο) κριθαρένιο ψωμί (κριθαρόψωμο) ή γλυκό
  2. (ελληνιστική σημασία) μάζα ύλης, σβώλος ύλης (ιδίως στην αλχημεία)

Συγγενικά

  • κυνόμαζον
  • μαζαγόας
  • μαζαγρέτας
  • μαζάω
  • μαζηρός
  • μάζινος
  • μαζίον
  • μαζίσκη
  • μαζονόμος
  • μαζοπέπτης
  • μαζοποιέω
  • μαζοποιός

Αναφορές

  1. μάζα - Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.