υπόθεμα
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | το | υπόθεμα | τα | υποθέματα |
| γενική | του | υποθέματος | των | υποθεμάτων |
| αιτιατική | το | υπόθεμα | τα | υποθέματα |
| κλητική | υπόθεμα | υποθέματα | ||
| Κατηγορία όπως «όνομα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- υπόθεμα < υπό- + θέμα (< τίθεμαι = τοποθετούμαι, βρίσκομαι)
Ουσιαστικό
υπόθεμα ουδέτερο
- οτιδήποτε τοποθετείται ως βάση ή υποστήριγμα κάτω από κάτι άλλο
- φαρμακευτικό παρασκεύασμα στερεάς μορφής που εισάγεται με το χέρι ή με ειδικό εργαλείο στον πρωκτό ή τον κολεό, το υπόθετο
- το κατώτερο τμήμα του κορμού του δέντρου (εκεί που βρίσκονται οι ρίζες) στο οποίο προσκολλάται το εμβόλιο κατά τον εμβολιασμό, δίνοντας, έτσι, ένα νέο φυτό
- (ιατρική, εγκέφαλος) εγκεφαλικό τμήμα
Μεταφράσεις
υπόθεμα
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.