υπόθεμα

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το υπόθεμα τα υποθέματα
      γενική του υποθέματος των υποθεμάτων
    αιτιατική το υπόθεμα τα υποθέματα
     κλητική υπόθεμα υποθέματα
Κατηγορία όπως «όνομα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

υπόθεμα < υπό- + θέμα (< τίθεμαι = τοποθετούμαι, βρίσκομαι)

Ουσιαστικό

υπόθεμα ουδέτερο

  1. οτιδήποτε τοποθετείται ως βάση ή υποστήριγμα κάτω από κάτι άλλο
  2. φαρμακευτικό παρασκεύασμα στερεάς μορφής που εισάγεται με το χέρι ή με ειδικό εργαλείο στον πρωκτό ή τον κολεό, το υπόθετο
  3. το κατώτερο τμήμα του κορμού του δέντρου (εκεί που βρίσκονται οι ρίζες) στο οποίο προσκολλάται το εμβόλιο κατά τον εμβολιασμό, δίνοντας, έτσι, ένα νέο φυτό
  4. (ιατρική, εγκέφαλος) εγκεφαλικό τμήμα

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.