μήλα

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

μήλα < πληθυντικός του μήλο

Ουσιαστικό

μήλα ουδέτερο, μόνο στον πληθυντικό

  1. τα ζυγωματικά
  2. παιδικό παιχνίδι που παίζεται με μπάλα

Μεταφράσεις

Κλιτικός τύπος ουσιαστικού

μήλα

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.