ροδομάγουλος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | ροδομάγουλος | η | ροδομάγουλη | το | ροδομάγουλο |
| γενική | του | ροδομάγουλου | της | ροδομάγουλης | του | ροδομάγουλου |
| αιτιατική | τον | ροδομάγουλο | τη | ροδομάγουλη | το | ροδομάγουλο |
| κλητική | ροδομάγουλε | ροδομάγουλη | ροδομάγουλο | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | ροδομάγουλοι | οι | ροδομάγουλες | τα | ροδομάγουλα |
| γενική | των | ροδομάγουλων | των | ροδομάγουλων | των | ροδομάγουλων |
| αιτιατική | τους | ροδομάγουλους | τις | ροδομάγουλες | τα | ροδομάγουλα |
| κλητική | ροδομάγουλοι | ροδομάγουλες | ροδομάγουλα | |||
| Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Προφορά
- ΔΦΑ : /ɾo.ðoˈma.ɣu.los/
Συγγενικά
- ροδοκοκκινίζω
- ροδοκόκκινος
- και → δείτε τις λέξεις ρόδο και μάγουλο
Μεταφράσεις
ροδομάγουλος
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.