λοφιά
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | λοφιά | οι | λοφιές |
| γενική | της | λοφιάς | των | λοφιών |
| αιτιατική | τη | λοφιά | τις | λοφιές |
| κλητική | λοφιά | λοφιές | ||
| Οι καταλήξεις προφέρονται με συνίζηση. | ||||
| Κατηγορία όπως «καρδιά» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- λοφιά < αρχαία ελληνική λοφιά
Προφορά
- ΔΦΑ : /loˈfça/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : λο‐φιά
Μεταφράσεις
λοφιά
|
|
Πηγές
- ⌘ Δημητράκος, Δημήτριος Β. (1964) Μέγα λεξικὸν ὅλης τῆς Ἑλληνικῆς γλώσσης, 1930-1950. 2η έκδοση:1964. Αθήνα: Εκδόσεις: Δομή (15 τόμοι) & επανεκδόσεις, 1η έκδοση:1953 (9 τόμοι) Ελληνική Παιδεία, .
- λοφιά - Αναστασιάδη - Συμεωνίδη, Άννα (2003). Αντίστροφο λεξικό της νέας ελληνικής. Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών. Ίδρυμα Μανόλη Τριανταφυλλίδη. (συντομογραφίες)
Αρχαία ελληνικά (grc)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ἡ | λοφιᾱ́ | αἱ | λοφιαί |
| γενική | τῆς | λοφιᾶς | τῶν | λοφιῶν |
| δοτική | τῇ | λοφιᾷ | ταῖς | λοφιαῖς |
| αιτιατική | τὴν | λοφιᾱ́ν | τὰς | λοφιᾱ́ς |
| κλητική ὦ! | λοφιᾱ́ | λοφιαί | ||
| δυϊκός | ||||
| ονομ-αιτ-κλ | τὼ | λοφιᾱ́ | ||
| γεν-δοτ | τοῖν | λοφιαῖν | ||
| 1η κλίση, Κατηγορία 'στρατιά' όπως «στρατιά» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ουσιαστικό
λοφιά θηλυκό
- λοφιή (ιωνική)
Πηγές
- λοφιά - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- λοφιά - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.