λουτρίς
Αρχαία ελληνικά (grc)
| ελληνιστική κοινή (αρχαία κλίση) δε μαρτυρείται δυϊκός αριθμός | ||||||||
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||||||
|---|---|---|---|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ἡ | λουτρίς | αἱ | λουτρίδες | ||||
| γενική | τῆς | λουτρίδος | τῶν | λουτρίδων | ||||
| δοτική | τῇ | λουτρίδῐ | ταῖς | λουτρίσῐ(ν) | ||||
| αιτιατική | τὴν | λουτρίδᾰ | τὰς | λουτρίδᾰς | ||||
| κλητική ὦ! | λουτρίς* | λουτρίδες | ||||||
| δυϊκός | ||||||||
| ονομ-αιτ-κλ | τὼ | λουτρίδε | ||||||
| γεν-δοτ | τοῖν | λουτρίδοιν | ||||||
| Με βραχύ γιώτα στο θέμα -ίς -ίδος. * Κατά τη Γραμματική του Smyth, η κλητική ενικού χωρίς το -ς | ||||||||
| 3η κλίση, Κατηγορία 'πατρίς' όπως «πατρίς» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||||||
Ετυμολογία
- λουτρίς (ελληνιστική κοινή) < αρχαία ελληνική λουτρ(όν) + -ίς < λούω < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *lewh₃
Ουσιαστικό
λουτρίς, -ίδος θηλυκό (ελληνιστική κοινή)
Πηγές
- Μοντανάρι (Montanari), Φράνκο (Franco) (2013). Σύγχρονο λεξικό της αρχαίας ελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Παπαδήμας.
- λουτρίς - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.