λουτρικός
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | λουτρικός | η | λουτρική | το | λουτρικό |
| γενική | του | λουτρικού | της | λουτρικής | του | λουτρικού |
| αιτιατική | τον | λουτρικό | τη | λουτρική | το | λουτρικό |
| κλητική | λουτρικέ | λουτρική | λουτρικό | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | λουτρικοί | οι | λουτρικές | τα | λουτρικά |
| γενική | των | λουτρικών | των | λουτρικών | των | λουτρικών |
| αιτιατική | τους | λουτρικούς | τις | λουτρικές | τα | λουτρικά |
| κλητική | λουτρικοί | λουτρικές | λουτρικά | |||
| Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- λουτρικός < ελληνιστική κοινή λουτρικός < αρχαία ελληνική λουτρόν < λούω
Επίθετο
λουτρικός
- που έχει σχέση με λουτρό ή λουτρά, ανήκει ή αναφέρεται σ’ αυτά
- ※ Κολύμβηση κατά προτίμηση σε πρωινές ή απογευματινές ώρες σε λουτρικές εγκαταστάσεις με ναυαγοσωστική φύλαξη. (https://eody.gov.gr, 3/7/2019)
Μεταφράσεις
λουτρικός
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.