λουτρικός

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο λουτρικός η λουτρική το λουτρικό
      γενική του λουτρικού της λουτρικής του λουτρικού
    αιτιατική τον λουτρικό τη λουτρική το λουτρικό
     κλητική λουτρικέ λουτρική λουτρικό
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι λουτρικοί οι λουτρικές τα λουτρικά
      γενική των λουτρικών των λουτρικών των λουτρικών
    αιτιατική τους λουτρικούς τις λουτρικές τα λουτρικά
     κλητική λουτρικοί λουτρικές λουτρικά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

λουτρικός < ελληνιστική κοινή λουτρικός < αρχαία ελληνική λουτρόν < λούω

Επίθετο

λουτρικός

Συγγενικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.