λοταρία
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | λοταρία | οι | λοταρίες |
| γενική | της | λοταρίας | των | λοταριών |
| αιτιατική | τη | λοταρία | τις | λοταρίες |
| κλητική | λοταρία | λοταρίες | ||
| Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- λοταρία < (άμεσο δάνειο) βενετική lotaria / ιταλική lotteria < lotto + -eria < παλαιά γαλλική lot < φραγκική *hlot < πρωτογερμανική *hlutą (λαχνός, μοίρα) < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *(s)kleh₂w- (γάντζος, ράβδος)
Προφορά
- ΔΦΑ : /lo.taˈɾi.a/
Ουσιαστικό
λοταρία θηλυκό
- είδος τυχερού παιχνιδιού, στο οποίο ο νικητής προκύπτει μετά από κλήρωση προαριθμημένων λαχνών
Συγγενικά
- λοταριατζής
- → δείτε τις λέξεις λόττο και λότο
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.