προαριθμημένος

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο προαριθμημένος η προαριθμημένη το προαριθμημένο
      γενική του προαριθμημένου της προαριθμημένης του προαριθμημένου
    αιτιατική τον προαριθμημένο την προαριθμημένη το προαριθμημένο
     κλητική προαριθμημένε προαριθμημένη προαριθμημένο
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι προαριθμημένοι οι προαριθμημένες τα προαριθμημένα
      γενική των προαριθμημένων των προαριθμημένων των προαριθμημένων
    αιτιατική τους προαριθμημένους τις προαριθμημένες τα προαριθμημένα
     κλητική προαριθμημένοι προαριθμημένες προαριθμημένα
Κατηγορία όπως «αγαπημένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

προαριθμημένος < προ- + αριθμημένος

Μετοχή

προαριθμημένος

Συγγενικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.