λοταριατζής
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ο | λοταριατζής | οι | λοταριατζήδες |
| γενική | του | λοταριατζή | των | λοταριατζήδων |
| αιτιατική | τον | λοταριατζή | τους | λοταριατζήδες |
| κλητική | λοταριατζή | λοταριατζήδες | ||
| Κατηγορία όπως «μπαλωματής» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Προφορά
- ΔΦΑ : /lo.ta.ɾi.aˈd͡zis/
Ουσιαστικό
λοταριατζής αρσενικό
Μεταφράσεις
λοταριατζής
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.