-κλόπος
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- -κλόπος < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική -κλόπος (επίθετο ή αρσενικό ουσιασικό) < κλέπτω → δείτε και τη λέξη κλέβω
Επίθημα
-κλόπος αρσενικό ή θηλυκό
Σύνθετα
- Νεοελληνικές λέξεις με επίθημα -κλόπος στο Βικιλεξικό
όπως ενδεικτικά:
Μεταφράσεις
-κλόπος
|
|
Πηγές
- λήγουν σε -κλόπος - Αναστασιάδη-Συμεωνίδη, Άννα (2003) Αντίστροφο λεξικό της νέας ελληνικής Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών. Ίδρυμα Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες)
Μεσαιωνικά ελληνικά (gkm)
Ετυμολογία
- -κλόπος < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική -κλόπος < κλέπτω
Επίθημα
-κλόπος αρσενικό
- όπως και -κλόπος για το σχηματισμό σύνθετων αρσενικών ουσιαστικών
- ἐριφοκλόπος, μηλοκλόπος
Σύνθετα
- Μεσαιωνικές ελληνικές λέξεις με επίθημα -κλόπος στο Βικιλεξικό
όπως
- ἐριφοκλόπος
- Κολλικοκλόπος
- ἐριφοκλόπος
- πολυκλόπος
Αρχαία ελληνικά (grc)
Ετυμολογία
- -κλόπος < κλέπτω, θέμα κλοπ- + -ος ή (ελληνιστική κοινή) κλοπός (κλέφτης), τύπος του κλώψ
Επίθημα
-κλόπος ή -κλοπος
Σύνθετα
- Αρχαίες ελληνικές λέξεις με επίθημα -κλόπος στο Βικιλεξικό
- Αρχαίες ελληνικές λέξεις με επίθημα -κλοπος στο Βικιλεξικό
Πηγές
- Λέξεις -κλοπος @perseus.tufts.edu Greek Dictionary Headword Search, Πανεπιστήμιο Tufts
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.