λογισμένος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | λογισμένος | η | λογισμένη | το | λογισμένο |
| γενική | του | λογισμένου | της | λογισμένης | του | λογισμένου |
| αιτιατική | τον | λογισμένο | τη | λογισμένη | το | λογισμένο |
| κλητική | λογισμένε | λογισμένη | λογισμένο | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | λογισμένοι | οι | λογισμένες | τα | λογισμένα |
| γενική | των | λογισμένων | των | λογισμένων | των | λογισμένων |
| αιτιατική | τους | λογισμένους | τις | λογισμένες | τα | λογισμένα |
| κλητική | λογισμένοι | λογισμένες | λογισμένα | |||
| Κατηγορία όπως «αγαπημένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- λογισμένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου λογίζομαι και λογιέμαι
Μετοχή
λογισμένος, -η, -ο και λογιασμένος
- (λαϊκότροπο) συλλογισμένος
- (λαϊκότροπο) λογαριασμένος, υπολογισμένος
Μεταφράσεις
λογισμένος
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.