λογαριασμένος

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο λογαριασμένος η λογαριασμένη το λογαριασμένο
      γενική του λογαριασμένου της λογαριασμένης του λογαριασμένου
    αιτιατική τον λογαριασμένο τη λογαριασμένη το λογαριασμένο
     κλητική λογαριασμένε λογαριασμένη λογαριασμένο
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι λογαριασμένοι οι λογαριασμένες τα λογαριασμένα
      γενική των λογαριασμένων των λογαριασμένων των λογαριασμένων
    αιτιατική τους λογαριασμένους τις λογαριασμένες τα λογαριασμένα
     κλητική λογαριασμένοι λογαριασμένες λογαριασμένα
Κατηγορία όπως «αγαπημένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

λογαριασμένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου λογαριάζω

Μετοχή

λογαριασμένος, -η, -ο

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.