λινόδετος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | λινόδετος | η | λινόδετη | το | λινόδετο |
| γενική | του | λινόδετου | της | λινόδετης | του | λινόδετου |
| αιτιατική | τον | λινόδετο | τη | λινόδετη | το | λινόδετο |
| κλητική | λινόδετε | λινόδετη | λινόδετο | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | λινόδετοι | οι | λινόδετες | τα | λινόδετα |
| γενική | των | λινόδετων | των | λινόδετων | των | λινόδετων |
| αιτιατική | τους | λινόδετους | τις | λινόδετες | τα | λινόδετα |
| κλητική | λινόδετοι | λινόδετες | λινόδετα | |||
| Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- λινόδετος < αρχαία ελληνική λινόδετος < λίνον + δέω
Επίθετο
λινόδετος
- δερματόδετος
- πανόδετος
- σκληρόδετος
- χαρτόδετος
Μεταφράσεις
λινόδετος
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.