πανόδετος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | πανόδετος | η | πανόδετη | το | πανόδετο |
| γενική | του | πανόδετου | της | πανόδετης | του | πανόδετου |
| αιτιατική | τον | πανόδετο | την | πανόδετη | το | πανόδετο |
| κλητική | πανόδετε | πανόδετη | πανόδετο | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | πανόδετοι | οι | πανόδετες | τα | πανόδετα |
| γενική | των | πανόδετων | των | πανόδετων | των | πανόδετων |
| αιτιατική | τους | πανόδετους | τις | πανόδετες | τα | πανόδετα |
| κλητική | πανόδετοι | πανόδετες | πανόδετα | |||
| Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||

ένα πανόδετο παλιό βιβλίο
Επίθετο
πανόδετος, -η, -ο
- δερματόδετος
- λινόδετος
- σκληρόδετος
- χαρτόδετος
Μεταφράσεις
πανόδετος
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.