δερματόδετος

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο δερματόδετος η δερματόδετη το δερματόδετο
      γενική του δερματόδετου της δερματόδετης του δερματόδετου
    αιτιατική τον δερματόδετο τη δερματόδετη το δερματόδετο
     κλητική δερματόδετε δερματόδετη δερματόδετο
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι δερματόδετοι οι δερματόδετες τα δερματόδετα
      γενική των δερματόδετων των δερματόδετων των δερματόδετων
    αιτιατική τους δερματόδετους τις δερματόδετες τα δερματόδετα
     κλητική δερματόδετοι δερματόδετες δερματόδετα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

δερματόδετος < δέρμα + δένω + κατάληξη ρηματικών επιθέτων -τος, μορφολογικά αναλύεται δέρματ(ος) + -ο- + -δετος

Επίθετο

δερματόδετος, -η, -ο

  • που είναι δεμένος με δέρμα, πχ ένας τόμος, βιβλίο ή σημειωματάριο
    πήρε ένα από τα δερματόδετα βιβλία στα ράφια

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.