χαρτόδετος

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο χαρτόδετος η χαρτόδετη το χαρτόδετο
      γενική του χαρτόδετου της χαρτόδετης του χαρτόδετου
    αιτιατική τον χαρτόδετο τη χαρτόδετη το χαρτόδετο
     κλητική χαρτόδετε χαρτόδετη χαρτόδετο
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι χαρτόδετοι οι χαρτόδετες τα χαρτόδετα
      γενική των χαρτόδετων των χαρτόδετων των χαρτόδετων
    αιτιατική τους χαρτόδετους τις χαρτόδετες τα χαρτόδετα
     κλητική χαρτόδετοι χαρτόδετες χαρτόδετα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

χαρτόδετος < χαρτό- + δέ(νω) + -τος.

Επίθετο

χαρτόδετος

  • το βιβλίο που έχει δεθεί με ειδικά επεξεργασμένο χαρτόνι, που δεν είναι δερματόδετο
  • οι χαρτόδετοι τόμοι φθείρονται πιο γρήγορα από τους δερματόδετους, αλλά στοιχίζουν έως και 45% φθηνότερα

Συγγενικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.