λιγνός

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο λιγνός η λιγνή το λιγνό
      γενική του λιγνού της λιγνής του λιγνού
    αιτιατική τον λιγνό τη λιγνή το λιγνό
     κλητική λιγνέ λιγνή λιγνό
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι λιγνοί οι λιγνές τα λιγνά
      γενική των λιγνών των λιγνών των λιγνών
    αιτιατική τους λιγνούς τις λιγνές τα λιγνά
     κλητική λιγνοί λιγνές λιγνά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

λιγνός < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική λιγνός < ελληνιστική κοινή λέγνος [1] < λέγνον

Προφορά

ΔΦΑ : /liˈɣnos/

Επίθετο

λιγνός, -ή, -ό

  1. που δεν έχει πολύ σάρκα
     συνώνυμα: λιπόσαρκος, ισχνός, λεπτός
  2. αδύνατος, ισχνός, λεπτός

Αντώνυμα

Συγγενικά

Μεταφράσεις

Αναφορές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.