αχαμνός

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο αχαμνός η αχαμνή το αχαμνό
      γενική του αχαμνού της αχαμνής του αχαμνού
    αιτιατική τον αχαμνό την αχαμνή το αχαμνό
     κλητική αχαμνέ αχαμνή αχαμνό
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι αχαμνοί οι αχαμνές τα αχαμνά
      γενική των αχαμνών των αχαμνών των αχαμνών
    αιτιατική τους αχαμνούς τις αχαμνές τα αχαμνά
     κλητική αχαμνοί αχαμνές αχαμνά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

αχαμνός < μεσαιωνική ελληνική αχαμνός < χαμνός < αρχαία ελληνική χαῦνος

Επίθετο

αχαμνός, -ή, -ό

  1. αδύνατος, λεπτός
  2. καχεκτικός

Συγγενικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.