λέγνον

Αρχαία ελληνικά (grc)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική τὸ λέγνον τὰ λέγν
      γενική τοῦ λέγνου τῶν λέγνων
      δοτική τῷ λέγν τοῖς λέγνοις
    αιτιατική τὸ λέγνον τὰ λέγν
     κλητική ! λέγνον λέγν
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  λέγνω
γεν-δοτ τοῖν  λέγνοιν
2η κλίση, Κατηγορία 'τέκνον' όπως «τέκνον» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

λέγνον < λείπει η ετυμολογία

Ουσιαστικό

λέγνον ουδέτερο (ελληνιστική κοινή)

  1. (ενδυμασία) (χρωματιστή) ούγια, παρυφή ενός ιματίου
  2. (ανατομία) οι παρυφές της μήτρας

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.