λιγδοτάμπαρος

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο λιγδοτάμπαρος η λιγδοτάμπαρη το λιγδοτάμπαρο
      γενική του λιγδοτάμπαρου της λιγδοτάμπαρης του λιγδοτάμπαρου
    αιτιατική τον λιγδοτάμπαρο τη λιγδοτάμπαρη το λιγδοτάμπαρο
     κλητική λιγδοτάμπαρε λιγδοτάμπαρη λιγδοτάμπαρο
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι λιγδοτάμπαροι οι λιγδοτάμπαρες τα λιγδοτάμπαρα
      γενική των λιγδοτάμπαρων των λιγδοτάμπαρων των λιγδοτάμπαρων
    αιτιατική τους λιγδοτάμπαρους τις λιγδοτάμπαρες τα λιγδοτάμπαρα
     κλητική λιγδοτάμπαροι λιγδοτάμπαρες λιγδοτάμπαρα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

λιγδοτάμπαρος < λιγδοτάμπαρ(ο) + -ος < λίγδ(α) + -ο- + ταμπάρ(ο) + -ος (< ιταλικά tabarro < παλαιά γαλλικά tabart)

Προφορά

ΔΦΑ : /li.ɣðoˈta.ba.ɾos/

Επίθετο

λιγδοτάμπαρος ουδέτερο

  1. (κυριολεκτικά) (παρωχημένο) που φοράει ένα λιγδιασμένο ταμπάρο
  2. (μεταφορικά) (παρωχημένο) (μειωτικό) γλοιώδης, σιχαμερός, άπλυτος
      Δεξά του, στη γωνιά, αδύναμος, λιγδοτάμπαρος, φτενοκέφαλος, με τσιμπλιασμένα μάτια, με δυο χοντρές χερούκλες γεμάτες ρόζους, κάθουνταν συμμαζεμένος και ταπεινός ο δεύτερος προεστός (@books.google)
    Νίκος Καζαντζάκης, Ο Χριστός ξανασταυρώνεται (1948)
  3. (ουσιαστικοποιημένο αρσενικό, ως παρατσούκλι ή επώνυμο)
      δεν μπόρεσε να τον ξεγελάσει ο περιβόητος Λιγδοτάμπαρος, ο εργολάβος της πέτρας και να κλέψει τον Δήμο. (@greeklanguage.gr)
    Δημήτρης Ραυτόπουλος, «Τα παλιά καφενεία του Πειραιώς», εφημερίδα Αυγή, 9 Μαρτίου 1958. Από το ανθολόγιο: Νίκος Αξαρλής – Βάσιας Τσοκόπουλος, Πειραιάς- Ανθολόγιο αφηγήσεων, Εκδόσεις Τσαμαντάκη, Πειραιάς 2009, σ.203207

Συγγενικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.