λιγδοτάμπαρος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | λιγδοτάμπαρος | η | λιγδοτάμπαρη | το | λιγδοτάμπαρο |
| γενική | του | λιγδοτάμπαρου | της | λιγδοτάμπαρης | του | λιγδοτάμπαρου |
| αιτιατική | τον | λιγδοτάμπαρο | τη | λιγδοτάμπαρη | το | λιγδοτάμπαρο |
| κλητική | λιγδοτάμπαρε | λιγδοτάμπαρη | λιγδοτάμπαρο | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | λιγδοτάμπαροι | οι | λιγδοτάμπαρες | τα | λιγδοτάμπαρα |
| γενική | των | λιγδοτάμπαρων | των | λιγδοτάμπαρων | των | λιγδοτάμπαρων |
| αιτιατική | τους | λιγδοτάμπαρους | τις | λιγδοτάμπαρες | τα | λιγδοτάμπαρα |
| κλητική | λιγδοτάμπαροι | λιγδοτάμπαρες | λιγδοτάμπαρα | |||
| Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- λιγδοτάμπαρος < λιγδοτάμπαρ(ο) + -ος < λίγδ(α) + -ο- + ταμπάρ(ο) + -ος (< ιταλικά tabarro < παλαιά γαλλικά tabart)
Προφορά
- ΔΦΑ : /li.ɣðoˈta.ba.ɾos/
Επίθετο
λιγδοτάμπαρος ουδέτερο
- (κυριολεκτικά) (παρωχημένο) που φοράει ένα λιγδιασμένο ταμπάρο
- (μεταφορικά) (παρωχημένο) (μειωτικό) γλοιώδης, σιχαμερός, άπλυτος
- ※ Δεξά του, στη γωνιά, αδύναμος, λιγδοτάμπαρος, φτενοκέφαλος, με τσιμπλιασμένα μάτια, με δυο χοντρές χερούκλες γεμάτες ρόζους, κάθουνταν συμμαζεμένος και ταπεινός ο δεύτερος προεστός (@books.google)
- (ουσιαστικοποιημένο αρσενικό, ως παρατσούκλι ή επώνυμο)
- ※ δεν μπόρεσε να τον ξεγελάσει ο περιβόητος Λιγδοτάμπαρος, ο εργολάβος της πέτρας και να κλέψει τον Δήμο. (@greek‑language.gr)
- Δημήτρης Ραυτόπουλος, «Τα παλιά καφενεία του Πειραιώς», εφημερίδα Αυγή, 9 Μαρτίου 1958. Από το ανθολόγιο: Νίκος Αξαρλής – Βάσιας Τσοκόπουλος, Πειραιάς- Ανθολόγιο αφηγήσεων, Εκδόσεις Τσαμαντάκη, Πειραιάς 2009, σ.203‑207
- ※ δεν μπόρεσε να τον ξεγελάσει ο περιβόητος Λιγδοτάμπαρος, ο εργολάβος της πέτρας και να κλέψει τον Δήμο. (@greek‑language.gr)
Συγγενικά
- λιγδοτάμπαρο
- → δείτε τις λέξεις λίγδα και ταμπάρο
Μεταφράσεις
λιγδοτάμπαρος
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.