λιγδοτάμπαρο

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το λιγδοτάμπαρο τα λιγδοτάμπαρα
      γενική του λιγδοτάμπαρου των λιγδοτάμπαρων
    αιτιατική το λιγδοτάμπαρο τα λιγδοτάμπαρα
     κλητική λιγδοτάμπαρο λιγδοτάμπαρα
Κατηγορία όπως «σίδερο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

λιγδοτάμπαρο < λίγδ(α) + -ο- + ταμπάρο < ιταλικά tabarro < παλαιά γαλλικά tabart

Προφορά

ΔΦΑ : /li.ɣðoˈta.ba.ɾo/

Ουσιαστικό

λιγδοτάμπαρο ουδέτερο

Συγγενικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.