λιβελογράφος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ο/η | λιβελογράφος | οι | λιβελογράφοι |
| γενική | του/της | λιβελογράφου | των | λιβελογράφων |
| αιτιατική | τον/τη | λιβελογράφο | τους/τις | λιβελογράφους |
| κλητική | λιβελογράφε | λιβελογράφοι | ||
| Κατηγορία όπως «ζωγράφος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Προφορά
- ΔΦΑ : /li.ve.loˈɣɾa.fos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : λι‐βε‐λο‐γρά‐φος
Συγγενικά
- λιβελογράφημα
- λιβελογραφία
- λιβελογραφικός
- λιβελογραφώ
- → και δείτε τις λέξεις λίβελος και γράφω
Μεταφράσεις
- λιβελογράφος - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.