λιβελογραφικός
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | λιβελογραφικός | η | λιβελογραφική | το | λιβελογραφικό |
| γενική | του | λιβελογραφικού | της | λιβελογραφικής | του | λιβελογραφικού |
| αιτιατική | τον | λιβελογραφικό | τη | λιβελογραφική | το | λιβελογραφικό |
| κλητική | λιβελογραφικέ | λιβελογραφική | λιβελογραφικό | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | λιβελογραφικοί | οι | λιβελογραφικές | τα | λιβελογραφικά |
| γενική | των | λιβελογραφικών | των | λιβελογραφικών | των | λιβελογραφικών |
| αιτιατική | τους | λιβελογραφικούς | τις | λιβελογραφικές | τα | λιβελογραφικά |
| κλητική | λιβελογραφικοί | λιβελογραφικές | λιβελογραφικά | |||
| Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- λιβελογραφικός < λιβελογράφος / λιβελογραφία + -ικός
Επίθετο
λιβελογραφικός, -ή, -ό
- που έχει σχέση με τον λιβελογράφο ή τη λιβελογραφία ή αναφέρεται σ’ αυτά
Συγγενικά
- → δείτε τις λέξεις λιβελογράφος, λίβελος και γράφω
Μεταφράσεις
λιβελογραφικός
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.