λιβελογραφώ
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- λιβελογραφώ < λιβελογράφος + -ώ < λίβελος + γράφω
Προφορά
- ΔΦΑ : /li.ve.lo.ɣɾaˈfo/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : λι‐βε‐λο‐γρα‐φώ
Συγγενικά
- → δείτε τις λέξεις λιβελογράφος, λίβελος και γράφω
Κλίση
Ενεργητική φωνή
| Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
| α' ενικ. | λιβελογραφώ | λιβελογραφούσα | θα λιβελογραφώ | να λιβελογραφώ | λιβελογραφώντας | |
| β' ενικ. | λιβελογραφείς | λιβελογραφούσες | θα λιβελογραφείς | να λιβελογραφείς | (λιβελογράφει) | |
| γ' ενικ. | λιβελογραφεί | λιβελογραφούσε | θα λιβελογραφεί | να λιβελογραφεί | ||
| α' πληθ. | λιβελογραφούμε | λιβελογραφούσαμε | θα λιβελογραφούμε | να λιβελογραφούμε | ||
| β' πληθ. | λιβελογραφείτε | λιβελογραφούσατε | θα λιβελογραφείτε | να λιβελογραφείτε | λιβελογραφείτε | |
| γ' πληθ. | λιβελογραφούν(ε) | λιβελογραφούσαν(ε) | θα λιβελογραφούν(ε) | να λιβελογραφούν(ε) | ||
| Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
| α' ενικ. | λιβελογράφησα | θα λιβελογραφήσω | να λιβελογραφήσω | λιβελογραφήσει | ||
| β' ενικ. | λιβελογράφησες | θα λιβελογραφήσεις | να λιβελογραφήσεις | λιβελογράφησε | ||
| γ' ενικ. | λιβελογράφησε | θα λιβελογραφήσει | να λιβελογραφήσει | |||
| α' πληθ. | λιβελογραφήσαμε | θα λιβελογραφήσουμε | να λιβελογραφήσουμε | |||
| β' πληθ. | λιβελογραφήσατε | θα λιβελογραφήσετε | να λιβελογραφήσετε | λιβελογραφήστε | ||
| γ' πληθ. | λιβελογράφησαν λιβελογραφήσαν(ε) |
θα λιβελογραφήσουν(ε) | να λιβελογραφήσουν(ε) | |||
| Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
| α' ενικ. | έχω λιβελογραφήσει | είχα λιβελογραφήσει | θα έχω λιβελογραφήσει | να έχω λιβελογραφήσει | ||
| β' ενικ. | έχεις λιβελογραφήσει | είχες λιβελογραφήσει | θα έχεις λιβελογραφήσει | να έχεις λιβελογραφήσει | ||
| γ' ενικ. | έχει λιβελογραφήσει | είχε λιβελογραφήσει | θα έχει λιβελογραφήσει | να έχει λιβελογραφήσει | ||
| α' πληθ. | έχουμε λιβελογραφήσει | είχαμε λιβελογραφήσει | θα έχουμε λιβελογραφήσει | να έχουμε λιβελογραφήσει | ||
| β' πληθ. | έχετε λιβελογραφήσει | είχατε λιβελογραφήσει | θα έχετε λιβελογραφήσει | να έχετε λιβελογραφήσει | ||
| γ' πληθ. | έχουν λιβελογραφήσει | είχαν λιβελογραφήσει | θα έχουν λιβελογραφήσει | να έχουν λιβελογραφήσει |
| |
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.