λαδή

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία 1

λαδή < αφετικός τύπος του δηλαδή

Σύνδεσμος

λαδή

  • (αργκό) δηλαδή (συνηθως ερωτηματικό)

Μεταφράσεις

Ετυμολογία 2

λαδή: κλιτικός τύπος

Κλιτικός τύπος επιθέτου

λαδή

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.