λιρέτα

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η λιρέτα οι λιρέτες
      γενική της λιρέτας των λιρετών
    αιτιατική τη λιρέτα τις λιρέτες
     κλητική λιρέτα λιρέτες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

λιρέτα < ιταλική liretta, υποκοριστικό του lira < λατινική libra

Προφορά

ΔΦΑ : /liˈɾe.ta/
κέρμα της μίας λιρέτας

Ουσιαστικό

λιρέτα θηλυκό

Συγγενικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.