libellus

Λατινικά (la)

Ετυμολογία

libellus < liber + κατάληξη υποκοριστικού -lus

Ουσιαστικό

libellus αρσενικό

  1. μικρό βιβλίο
  2. σημειωματάριο
  3. υπόμνημα
  4. αίτηση
  5. προγραφή
  6. λίβελος
  7. (νομικός όρος) μήνυση

Κλίση

αριθμός ενικός πληθυντικός
ονομαστική libellus libellī
γενική libellī libellōrum
δοτική libellō libellīs
αιτιατική libellum libellōs
κλητική libelle libellī
αφαιρετική libellō libellīs
(β' κλίση)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.