λήσταρχος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ο | λήσταρχος | οι | λήσταρχοι |
| γενική | του | λήσταρχου | των | λήσταρχων |
| αιτιατική | τον | λήσταρχο | τους | λήσταρχους |
| κλητική | λήσταρχε | λήσταρχοι | ||
| Κατηγορία όπως «αντίλαλος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- λήσταρχος < ελληνιστική κοινή λῄσταρχος / λῃστάρχης < αρχαία ελληνική λῃστής + ἄρχω
Προφορά
- ΔΦΑ : /ˈli.staɾ.xos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : λή‐σταρ‐χος
Ουσιαστικό
λήσταρχος αρσενικό
- ο αρχηγός μιας συμμορίας ληστών
- Οι αδερφοί Ρετζαίοι ήταν δυο λήσταρχοι τόσο διαβόητοι για τη δράση τους, που είχαν χαρακτηριστεί «βασιλείς της Ηπείρου».
- (κατ’ επέκταση) ο σπουδαίος ληστής
- (κατ’ επέκταση) ο μεγάλος απατεώνας
Συγγενικά
- αρχιλήσταρχος
- λησταρχείο
- λησταρχία
- → δείτε τις λέξεις ληστής και άρχω
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.