αρχιλήσταρχος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ο | αρχιλήσταρχος | οι | αρχιλήσταρχοι |
| γενική | του | αρχιλήσταρχου | των | αρχιλήσταρχων |
| αιτιατική | τον | αρχιλήσταρχο | τους | αρχιλήσταρχους |
| κλητική | αρχιλήσταρχε | αρχιλήσταρχοι | ||
| Κατηγορία όπως «αντίλαλος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ουσιαστικό
αρχιλήσταρχος αρσενικό
Συνώνυμα
Μεταφράσεις
αρχιλήσταρχος
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.