κώνωπες

Νέα ελληνικά (el)

Κλιτικός τύπος ουσιαστικού

κώνωπες αρσενικό

  1. ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού του κώνωπας
  2. ονομαστική και κλητική πληθυντικού του κώνωψ



Αρχαία ελληνικά (grc)

Κλιτικός τύπος ουσιαστικού

κώνωπες αρσενικό

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.