ελονοσία
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | ελονοσία | οι | ελονοσίες |
| γενική | της | ελονοσίας | των | ελονοσιών |
| αιτιατική | την | ελονοσία | τις | ελονοσίες |
| κλητική | ελονοσία | ελονοσίες | ||
| Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- ελονοσία < απόδοση για τη γαλλική paludisme[1] (έλος) ελο- + νόσ(ος) + -ία < αρχαία ελληνική ἕλος + νόσος
Προφορά
- ΔΦΑ : /e.lo.noˈsi.a/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : ε‐λο‐νο‐σί‐α
Συνώνυμα
- θέρμες
- μαλάρια
-
ελονοσία στη Βικιπαίδεια

Μεταφράσεις
ελονοσία
|
Αναφορές
- ελονοσία - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.