κύαθος

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο κύαθος οι κύαθοι
      γενική του κύαθου των κύαθων
    αιτιατική τον κύαθο τους κύαθους
     κλητική κύαθε κύαθοι
Κατηγορία όπως «αντίλαλος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

κύαθος < αρχαία ελληνική κύαθος < προελληνική [1]

Προφορά

ΔΦΑ : /ˈci.a.θos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: κύαθος

Ουσιαστικό

κύαθος αρσενικό

  1. (αρχαιολογία) αγγείο άντλησης κρασιού από κρατήρα και μετακένωσης σε κύπελλο
  2. (αρχαιοπρεπές) κούπα, φλιτζάνι
  3. (λόγιο) κοιλότητα (σε άνθη κ.λπ.) που μοιάζει με κύαθο ή κύπελλο

Συγγενικά

Μεταφράσεις



Αρχαία ελληνικά (grc)

Ετυμολογία

κύαθος < προελληνική [1]

Ουσιαστικό

κύαθος θηλυκό

Πηγές

  1. Beekes, Robert S. P. (2010) Etymological Dictionary of Greek. [Ετυμολογικό λεξικό της ελληνικής γλώσσας] (στα αγγλικά) με την αρωγή του Lucien van Beek. Leiden: Brill. Τόμοι 12.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.