κύαθος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ο | κύαθος | οι | κύαθοι |
| γενική | του | κύαθου | των | κύαθων |
| αιτιατική | τον | κύαθο | τους | κύαθους |
| κλητική | κύαθε | κύαθοι | ||
| Κατηγορία όπως «αντίλαλος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- κύαθος < αρχαία ελληνική κύαθος < προελληνική [1]
Προφορά
- ΔΦΑ : /ˈci.a.θos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : κύ‐α‐θος
Ουσιαστικό
κύαθος αρσενικό
Συγγενικά
Αρχαία ελληνικά (grc)
Ετυμολογία
- κύαθος < προελληνική [1]
Πηγές
- Beekes, Robert S. P. (2010) Etymological Dictionary of Greek. [Ετυμολογικό λεξικό της ελληνικής γλώσσας] (στα αγγλικά) με την αρωγή του Lucien van Beek. Leiden: Brill. Τόμοι 1‑2.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.
