κρατήρας

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο κρατήρας οι κρατήρες
      γενική του κρατήρα των κρατήρων
    αιτιατική τον κρατήρα τους κρατήρες
     κλητική κρατήρα κρατήρες
Κατηγορία όπως «αγώνας» - Παράρτημα:Ουσιαστικά
Κρατήρας, περίπου 525-510 π.Χ.
Κρατήρας ηφαιστείου

Ετυμολογία

κρατήρας < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική κρατήρ[1]

Προφορά

ΔΦΑ : /kɾaˈti.ɾas/
τυπογραφικός συλλαβισμός: κρατήρας

Ουσιαστικό

κρατήρας αρσενικό

  1. (αρχαιολογία, κεραμική) αρχαίο αγγείο μεγάλου μεγέθους, με δύο χερούλια, μέσα στο οποίο αναμείγνυαν το κρασί και το νερό
  2. (γεωλογία) στόμιο ενός ηφαιστείου, συνήθως στο πάνω μέρος του, από το οποίο βγαίνουν καπνοί, λάβα, στάχτες, κ.α.
  3. (κατ’ επέκταση) μεγάλη φυσική οπή στο έδαφος
    ο μετεωρίτης άνοιξε μεγάλο κρατήρα
    το έδαφος της Σελήνης είναι γεμάτο κρατήρες

Μεταφράσεις

Αναφορές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.