κρατήρας
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ο | κρατήρας | οι | κρατήρες |
| γενική | του | κρατήρα | των | κρατήρων |
| αιτιατική | τον | κρατήρα | τους | κρατήρες |
| κλητική | κρατήρα | κρατήρες | ||
| Κατηγορία όπως «αγώνας» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||

Κρατήρας, περίπου 525-510 π.Χ.

Κρατήρας ηφαιστείου
Ετυμολογία
- κρατήρας < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική κρατήρ[1]
Προφορά
- ΔΦΑ : /kɾaˈti.ɾas/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : κρα‐τή‐ρας
Ουσιαστικό
κρατήρας αρσενικό
- (αρχαιολογία, κεραμική) αρχαίο αγγείο μεγάλου μεγέθους, με δύο χερούλια, μέσα στο οποίο αναμείγνυαν το κρασί και το νερό
- (γεωλογία) στόμιο ενός ηφαιστείου, συνήθως στο πάνω μέρος του, από το οποίο βγαίνουν καπνοί, λάβα, στάχτες, κ.α.
- (κατ’ επέκταση) μεγάλη φυσική οπή στο έδαφος
- ↪ ο μετεωρίτης άνοιξε μεγάλο κρατήρα
- ↪ το έδαφος της Σελήνης είναι γεμάτο κρατήρες
Αναφορές
- κρατήρας - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.