κυκλοθυμία

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η κυκλοθυμία οι κυκλοθυμίες
      γενική της κυκλοθυμίας των κυκλοθυμιών
    αιτιατική την κυκλοθυμία τις κυκλοθυμίες
     κλητική κυκλοθυμία κυκλοθυμίες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

κυκλοθυμία < λόγιο ενδογενές δάνειο: γερμανική Zyklothymie < αρχαία ελληνική κῦκλος, κυκλο- + θυμ(ός) + -ία [1]

Ουσιαστικό

κυκλοθυμία θηλυκό

Συγγενικά

Μεταφράσεις

Αναφορές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.