κυκλοθυμικός
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | κυκλοθυμικός | η | κυκλοθυμική | το | κυκλοθυμικό |
| γενική | του | κυκλοθυμικού | της | κυκλοθυμικής | του | κυκλοθυμικού |
| αιτιατική | τον | κυκλοθυμικό | την | κυκλοθυμική | το | κυκλοθυμικό |
| κλητική | κυκλοθυμικέ | κυκλοθυμική | κυκλοθυμικό | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | κυκλοθυμικοί | οι | κυκλοθυμικές | τα | κυκλοθυμικά |
| γενική | των | κυκλοθυμικών | των | κυκλοθυμικών | των | κυκλοθυμικών |
| αιτιατική | τους | κυκλοθυμικούς | τις | κυκλοθυμικές | τα | κυκλοθυμικά |
| κλητική | κυκλοθυμικοί | κυκλοθυμικές | κυκλοθυμικά | |||
| Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- κυκλοθυμικός < λόγιο ενδογενές δάνειο: γερμανική Zyclothyme < κυκλο- + θυμικός
Προφορά
Επίθετο
κυκλοθυμικός, -ή, -ό
- που σχετίζεται με την κυκλοθυμία
- άνθρωπος που η ψυχική του διάθεση εναλλάσσεται ανάμεσα στη μανία και τη θλίψη
Συγγενικά
Μεταφράσεις
κυκλοθυμικός
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.