ψυχοσύνθεση
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | ψυχοσύνθεση | οι | ψυχοσυνθέσεις |
| γενική | της | ψυχοσύνθεσης* | των | ψυχοσυνθέσεων |
| αιτιατική | την | ψυχοσύνθεση | τις | ψυχοσυνθέσεις |
| κλητική | ψυχοσύνθεση | ψυχοσυνθέσεις | ||
| * παλιότερος λόγιος τύπος, ψυχοσυνθέσεως | ||||
| Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- ψυχοσύνθεση < (λόγιο) ψυχο- + σύνθε(σις) + -ση[1]
Προφορά
- ΔΦΑ : /psi.xoˈsin.θe.si/
Ουσιαστικό
ψυχοσύνθεση θηλυκό
- η σύνθεση των συναισθηματικών και νοητικών ιδιοτήτων ενός ατόμου ή μιας κοινωνικής ομάδας
Συνώνυμα
Μεταφράσεις
ψυχοσύνθεση
|
|
- ψυχοσύνθεση - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.