κυβερνώντας
Νέα ελληνικά (el)
Προφορά
- ΔΦΑ : /ci.veɾˈnon.das/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : κυ‐βερ‐νώ‐ντας
Ετυμολογία 1
- κυβερνώντας: η άκλιτη νεοελληνική μετοχή
Ετυμολογία 2
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | κυβερνών & κυβερνώντας |
η | κυβερνώσα | το | κυβερνών |
| γενική | του | κυβερνώντος & κυβερνώντα |
της | κυβερνώσας & κυβερνώσης* |
του | κυβερνώντος |
| αιτιατική | τον | κυβερνώντα | την | κυβερνώσα | το | κυβερνών |
| κλητική | κυβερνών & κυβερνώντα |
κυβερνώσα | κυβερνών | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | κυβερνώντες | οι | κυβερνώσες | τα | κυβερνώντα |
| γενική | των | κυβερνώντων | των | κυβερνωσών | των | κυβερνώντων |
| αιτιατική | τους | κυβερνώντες | τις | κυβερνώσες | τα | κυβερνώντα |
| κλητική | κυβερνώντες | κυβερνώσες | κυβερνώντα | |||
| Οι αρχαίες καταλήξεις για τα τρία γένη: -ῶν -ῶσα, -ῶν από συναίρεση -άων, -άουσα, -άον Οι δεύτεροι τύποι του αρσενικού, νεότερες μορφές. * παλιότερος λόγιος τύπος | ||||||
| ομάδα 'κυβερνών', Κατηγορία όπως «κυβερνώντας» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
- κυβερνώντας < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική κυβερν(ῶν) μετοχή παθητικού αορίστου του ρήματος κυβερνῶ + -ώντας από την αιατιατική «τον κυβερνώντα»
Μεταφράσεις
κυβερνώντας
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.