κροκοδειλάκι
Νέα ελληνικά (el)

κροκοδειλάκι (2)

κροκοδειλάκι (4)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | το | κροκοδειλάκι | τα | κροκοδειλάκια |
| γενική | — | — | ||
| αιτιατική | το | κροκοδειλάκι | τα | κροκοδειλάκια |
| κλητική | κροκοδειλάκι | κροκοδειλάκια | ||
| Η κατάληξη του πληθυντικού -ια προφέρεται με συνίζηση. | ||||
| Κατηγορία όπως «παιδάκι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- κροκοδειλάκι < κροκόδειλ(ος) + υποκοριστικό επίθημα -άκι
Ουσιαστικό
κροκοδειλάκι ουδέτερο
- μικρός σε μέγεθος ή ηλικία κροκόδειλος
- (ερπετό) σαύρα της ελληνικής υπαίθρου (Stellagama stellio συνώνυμο του Laudakia stellio)
- ≈ συνώνυμα: διαλεκτικά: δράκος, κασιδιάρης, κουρκούδιαλος (Κάλυμνος), κουρκουτάς (Κύπρος), κουρκούταβλος, κροκάς (Χάλκη), κορκόφιλας (Ικαρία), σκούτζικας, σκουτζίκι, [1]
- (συνεκδοχικά) μικρό αντικείμενο που αναπαριστά κροκόδειλο
- (ηλεκτρολογία) κλιπσάκι που έχει οδοντώσεις το οποίο χρησιμοποιείται για προσωρινή σύνδεση ηλεκτρικού ρεύματος (από το αγγλικό: crocodile clip)
Μεταφράσεις
σαύρα
|
κλιπσάκι
Αναφορές
- herpetofauna.gr - Ελληνική Ερπετοπανίδα, www.herpetofauna.gr, ανάκτηση 2019-03-30
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.