κουρκούταβλος
Νέα ελληνικά
(el)
Ουσιαστικό
κουρκούταβλος
αρσενικό
(
ερπετό
,
ιδιωματικό
)
είδος
σαύρας
με την ονομασία: «
κροκοδειλάκι
»
κουρκουτάς
This article is issued from
Wiktionary
. The text is licensed under
Creative Commons - Attribution - Sharealike
. Additional terms may apply for the media files.