κουρκουτάς

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο κουρκουτάς οι κουρκουτάδες
      γενική του κουρκουτά των κουρκουτάδων
    αιτιατική τον κουρκουτά τους κουρκουτάδες
     κλητική κουρκουτά κουρκουτάδες
Κατηγορία όπως «ψαράς» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

κουρκουτάς < λείπει η ετυμολογία
κουρκουτάς

Ουσιαστικό

κουρκουτάς αρσενικό (κυπριακά)

  • (ερπετό) (ονομασία: κροκοδειλάκι) η μεγάλη εύρωστη σαύρα (Stellagama stellio cypriaca) που μπορεί να περάσει τα 40 εκατοστά σε μήκος

Συνώνυμα

 και δείτε τη λέξη κροκοδειλάκι για διαλεκτικούς όρους

διαφορετικού ετύμου, διαλεκτικά:

  • κουρκουτερά
  • κουρκουτεύω (ανακταεύω)

άγνωστης ετυμολογίας, μεσαιωνικό

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.