φορμάικα
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | φορμάικα | οι | φορμάικες |
| γενική | της | φορμάικας | — | |
| αιτιατική | τη | φορμάικα | τις | φορμάικες |
| κλητική | φορμάικα | φορμάικες | ||
| Κατηγορία όπως «πέστροφα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- φορμάικα < (άμεσο δάνειο) αγγλική , σήμα κατατεθέν «Formica» → δείτε τη λέξη formica < for + mica
Ουσιαστικό
φορμάικα θηλυκό
- συνθετικό υλικό σε μορφή φύλλου, λεπτό και ανθεκτικό, που χρησιμοποιείται ως επένδυση σε έπιπλα
- ↪ τα ράφια είναι καλυμμένα με φορμάικα
- ※ Το ταψί έχει βγει από το φούρνο και περιμένει αχνιστό στο φορμάικα τραπέζι. Η κρεμώδης σάρκα του τρεμουλιάζει κάτω από το τραγανό φύλλο. Όμως δεν πρέπει να το αγγίξει κανείς. Ποιός κανείς; Ο μόνος κανείς εδώ είναι ο Τ. κι απαγορεύεται να φάει το γαλακτομπούρεκο. Πρέπει πρώτα να κρυώσει για να το κόψει η γυναίκα μ'ένα παλιό κουζινομάχαιρο. (Revue le courage n°2, Les salauds, εκδ. Grasset, 2016)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.