γαλακτομπούρεκο
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | το | γαλακτομπούρεκο | τα | γαλακτομπούρεκα |
| γενική | του | γαλακτομπούρεκου | των | γαλακτομπούρεκων |
| αιτιατική | το | γαλακτομπούρεκο | τα | γαλακτομπούρεκα |
| κλητική | γαλακτομπούρεκο | γαλακτομπούρεκα | ||
| Κατηγορία όπως «σίδερο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- γαλακτομπούρεκο < (νόθο σύνθετο) γάλα + μπουρέκ(ι) + -ο
Προφορά
- ΔΦΑ : /ɣa.la.ktoˈbu.ɾe.ko/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : γα‐λα‐κτο‐μπού‐ρε‐κο
Ουσιαστικό

τρία κομμάτια γαλακτομπούρεκο
γαλακτομπούρεκο ουδέτερο
- (γλυκό) γλυκό ταψιού με βάση το σιμιγδάλι, που αποτελείται από κρέμα τυλιγμένη μέσα σε φύλλο κρούστας
- ※ Το ταψί έχει βγει από το φούρνο και περιμένει αχνιστό στο φορμάικα τραπέζι. Η κρεμώδης σάρκα του τρεμουλιάζει κάτω από το τραγανό φύλλο. Όμως δεν πρέπει να το αγγίξει κανείς. Ποιός κανείς; Ο μόνος κανείς εδώ είναι ο Τ. κι απαγορεύεται να φάει το γαλακτομπούρεκο. Πρέπει πρώτα να κρυώσει για να το κόψει η γυναίκα μ'ένα παλιό κουζινομάχαιρο. (Revue le courage n°2, Les salauds, εκδ. Grasset, 2016)
- γαλατομπούρεκο
- γαλακτομπούρικο
Μεταφράσεις
γαλακτομπούρεκο
|
|
Πηγές
- γαλακτομπούρεκο - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
- γαλακτομπούρεκο - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)
- Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας. (Αʹ έκδοση: 1998)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.